Βούλτσι

Βούλτσι
Αρχαία ετρουσκική πόλη, 100 χλμ. βόρεια της Ρώμης, συνδεόμενη πιθανώς με την Κόζα, στην παραλία που θα έπρεπε να είναι το φυσικό της επίνειο. Η θέση της αρχαίας πόλης ήταν γνωστή από τα τέλη του 14ου αι. Τον 19ο αι. η νεκρόπολή της υπέστη ληστρικές διαρπαγές με τις ευλογίες του Λουκιανού Βοναπάρτη, ο οποίος μετέφερε ευρήματά της στα μουσεία όλης της Ευρώπης. Τα τείχη γύρω από την πόλη έχουν διατηρηθεί σε αρκετή έκταση και χρονολογούνται από τον 4o αι. π.Χ. Πολλά οικοδομήματα σώζονται μέσα στον χώρο της και μερικά προέρχονται από τη ρωμαϊκή περίοδο. Διατηρούνται έξω από το τείχος δύο γέφυρες, κατάλοιπα του σημαντικού οδικού κόμβου που ήταν κάποτε το Β. Πολυάριθμες και εκτεταμένες είναι οι νεκροπόλεις του που έχουν όμως ανασκαφεί και λεηλατηθεί. Ο χαρακτηριστικότερος τύπος τάφου είναι ο θαλαμωτός. Ο θάλαμος του τάφου –που προοριζόταν μόνο για έναν νεκρό– είναι σκαμμένος στον βράχο, όπως οι μυκηναϊκοί Θαλαμοειδείς τάφοι. Ολόγυρα, ο θάλαμος έχει πεζούλι, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν δεξιά τον νεκρό και αριστερά τα κτερίσματά του. Τα ευρήματα του Β. είναι κυρίως ελληνικά αγγεία και ορειχάλκινα αντικείμενα, από τα οποία πολλά υπάρχουν σήμερα στο μουσείο του Βατικανού. Περίφημος για τις τοιχογραφίες του είναι ο τάφος Φρανσουά, του 4ου αι. π.Χ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …   Dictionary of Greek

  • σωσίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Άθεος φιλόσοφος που τα έργα του δε διασώθηκαν. Αμφισβητείται επίσης η χρονολογία της όλης δραστηριότητας του. 2. Αγγειοπλάστης που έζησε στην Αττική στο τέλος του 6ου και αρχές του 5ου π.Χ. αι. Είναι γνωστός από δύο… …   Dictionary of Greek

  • Αντιμένους, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.).Αττικός αγγειογράφος της μελανόμορφης τεχνοτροπίας. Το πραγμα τικό του όνομα είναι άγνωστο· το συμβατικό του το οφείλει στην επιγραφή Αντιμένης καλός, που υπάρχει σε ένα αγγείο του (Μουσείο του Λέιντεν, Ολλανδία). Ο ζωγράφος αυτός …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέα, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατική ονομασία αγνώστου αττικού αγγειογράφου, από τους σημαντικότερους του ερυθρόμορφου ρυθμού. Ονομάστηκε έτσι από ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, την παράσταση του Αχιλλέα και της Βρισηίδας σε θαυμάσιο αμφορέα, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Βιλανόβα, πολιτισμός της- — (Villanova). Το 1853 ανακαλύφθηκε στο χωριό Βιλανόβα, κοντά στην πόλη Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, ένας μικρός τάφος, που με την κατασκευή και τα ιδιόμορφα ευρήματά του χαρακτήρισε μια ολόκληρη πολιτιστική περίοδο της αρχαίας Ετρουρίας. Ο… …   Dictionary of Greek

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”